- αδερφώνομαι
- αδελφώνομαι και αδερφώνομαι, αδελφώθηκα και αδερφώθηκα, αδελφωμένος και αδερφωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλαδελφώνομαι — [αλληλάδελφος] συνδέομαι με στενή, αδελφική αγάπη, αδερφώνομαι με άλλον … Dictionary of Greek
αδελφώνομαι — και αδερφώνομαι, αδελφώθηκα και αδερφώθηκα, αδελφωμένος και αδερφωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής